- ουθαμεί
- οὐθαμεῑ (Α)(δωρ. τ.) βλ. ουδαμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
ουδαμή — οὐδαμῇ, δωρ. τ. οὐθαμεῑ (Α) επίρρ. 1. σε κανένα μέρος, πουθενά 2. προς καμία κατεύθυνση 3. με κανέναν τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. πανταχ ή)] … Dictionary of Greek